-
1 παρόψημα
A dainty side-dish, Ath.9.367c ; παροψήματα τῶν ἀμπέλων, i.e. other fruits planted among the vines, Philostr. Her.Prooem.1:—[var] Dim. [suff] παροψ-ημάτιον, τό, Poll.6.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρόψημα
См. также в других словарях:
παρόψημα — τὸ, Α [παροψώμαι] 1. εκλεκτό έδεσμα που προσφέρεται επί πλέον απ ό,τι περιμένουν οι καλεσμένοι 2. φρ. «παροψήματα τῶν ἀμπέλων» καρποφόρα δέντρα, φυτεμένα ανάμεσα στα κλήματα (Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek